σουβλιά — σουβλιά, η και σουγλιά, η 1. χτύπημα με σουβλερό αντικείμενο: Μου έδωσε μια σουβλιά με τον αγκώνα του, για να καταλάβω πως πρέπει να σταματήσω τη φλυαρία μου. 2. δυνατός πόνος: Ένιωθε σουβλιές σε όλο του το κορμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουβλία — σουβλίον subula neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SUBULA — quasi SUIBULA, a SUENDO, Sutotis instrumentum, de quo Martialis l. 3. Epigr. 16. v. 1. in Cerdonem, qui, nescio quô casu amplas divitias adeptus, eo insaniae devenerat, ut Gladiatoriae munera Populo daret, sic invehitur: Das Gladiatores, Sutorum… … Hofmann J. Lexicon universale
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κεντιά — η [κεντώ] 1. κέντηση 2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά 3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα 4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα … Dictionary of Greek
οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες … Dictionary of Greek
σουβλέα — ἡ, Μ βλ. σουβλιά … Dictionary of Greek
σουγλιά — η, Ν βλ. σουβλιά … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
κεντιά — η 1. κέντηση, σουβλιά: Του ’δωσε μια κεντιά με τη βελόνα. 2. πειραχτικός λόγος: Του πέταξε μια κεντιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)